- εριναστός
- ἐριναστός, -ή, -όν (Α) [ερινάζω]αυτός που γονιμοποιήθηκε με ερινασμό, ο ωριμασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριναστά — ἐριναστός subjected to caprification neut nom/voc/acc pl ἐριναστά̱ , ἐριναστός subjected to caprification fem nom/voc/acc dual ἐριναστά̱ , ἐριναστός subjected to caprification fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανερίναστος — ἀνερίναστος, ον (Α) 1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά 2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ… … Dictionary of Greek
φηληκόθρεπτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που γονιμοποιήθηκε με ερινασμό, ἐριναστός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φήληξ, ηκος «άγριο σύκο» + θρεπτος (< θρεπτός < τρέφω), πρβλ. ἐλαιό θρεπτος] … Dictionary of Greek